περικάτω

περικάτω
Α
επίρρ.
1. άνω κάτω
2. με το πρόσωπο προς τα κάτω, μπρούμυτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + κάτω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περικάτω — περί κατόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) περί κατόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

  • περικατωτροπή — ἡ, Α πλήρης ανατροπή, τέλειο αναποδογύρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περικάτω + τροπή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”